< ἀναπόσβεστος
ἀναπόσπαστος >
ἀνάποσις
,
-εως, ἡ
desaparición
ποταμῶν
Olymp.
in Mete
.114.12, cf. 99.36, 106.8, 111.22, 114.5, 121.6.