ἀναπήγνομι
I
λαγῷ' ἀναπηγνύασιAr.Ec.843
•crucificar
τὸν ... Θεόδοτον ... ἐπὶ τοῦ ξύλουAlex.222,
τὸ μεν σῶμα πλάγιον διὰ τριῶν σταυρῶνPlu.Art.17.
2 montar, preparar
βωμὸν ... καὶ ξύλαPMag.13.9.
II sobresalir de promontorios
οὗπερ πολλὰ τῶν ἀκρωτηρίων ἀναπέπηγενPhilostr.VA 3.23.