ἀναπηγάζω
1 salir, brotar
Τίγρις ... ἀναπηγάζει πάλινEpiph.Const.Anc.58.
2 hacer salir
μύρον θεῖονRom.Mel.77.θʹ.6
•fig. enseñar, mostrar
ἅπασιν ἀνεπήγασας διδάγματα θεῖαRom.Mel.79.ηʹ.2.
Τίγρις ... ἀναπηγάζει πάλινEpiph.Const.Anc.58.
μύρον θεῖονRom.Mel.77.θʹ.6
ἅπασιν ἀνεπήγασας διδάγματα θεῖαRom.Mel.79.ηʹ.2.