ἀναπέτομαι
• Alolema(s): poét. ἀμπ- E.Io 796
• Morfología: [fut. 1.a sg. ἀναπτήσομαι Aeschin.3.209, 2.a sg. ἀναπτήσῃ Pl.Lg.905a; aor. ind. 1.a sg. ἀνέπταν S.Ant.1307, 3.a sg. ἀνέπτα E.Med.440, 3.a plu. ἀνέπτησαν Ant.Lib.14.3, med. 1.a sg. ἀνεπτάμαν S.Ai.693, 1.a plu. ἀνεπτόμεθα Ar.Au.35, subj. 3.a plu. ἀνάπτωνται, opt. 1.a sg. ἀμπταίην E.Io 796, med. 3.a sg. ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, inf. ἀναπτῆναι Alciphr.4.16.5, part. ἀμπτάμενα E.Andr.1219]


1 remontarse, alzar el vuelo ἐς τὸν οὐρανόν Hdt.4.132, cf. 2.55, Antipho Fr.57, E.Hec.1100, ἀν' ὑγρὸν ἀμπταίην αἰθέρα E.Io 796, cf. Med.440, Alciphr.4.16.5, πτηνὸς γενόμενος ἀνάπτοιτο Pl.Phd.109e, cf. Lg.905a, Aeschin.3.209, ἢν ... ἀνάπτωνται πτερύγεσσιν ἐξ ἱεροῦ ναοῖο χελιδόνες Ar.Lys.774, cf. Au.1373, εἰς τὸ πέλαγος Arist.HA 615b2, abs., Arist.HA 613b20
fig. del poeta ἀναπέτομαι δὴ πρὸς Ὄλυμπον Anacr.83.1.

2 fig. volar, correr mucho περιχαρὴς δ' ἀνεπτάμαν S.Ai.693, ἀνέπταν φόβῳ S.Ant.1307, ἀμπτάμενα φροῦδα πάντα E.Andr.1219, cf. Luc.Alex.30, jugando con las dos acepciones ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν Ar.Au.35.