< ἀναπέτεια
ἀναπέτομαι >
ἀναπετής
,
-ές
• Alolema(s):
tb.
ἀμπετής
Heliod.
Ital
.
abierto
ἀδένες
Hp.
Gland
.9,
ὀφθαλμοί
Aret.
SA
1.7.4,
ὄμμα
Heliod.l.c.