< ἀνανεύω
ἀνανέωμα >
ἀνανέω
salir a la superficie
,
nadar hacia arriba
ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι
Ael.
NA
5.22, cf.
Batr
.220.