< ἀνανέω
ἀνανέωσις >
ἀνανέωμα
,
-ματος, τό
renovación
ἐνθέου ... καὶ λογικῆς ἐν ψυχαῖς οἰκοδομῆς ἀ.
Eus.
HE
10.4.55.