< ἀνακτητέος
ἀνακτίζω >
ἀνακτητικός
,
-ή, -όν
1
que hace recobrarse
σίκυς ... ἀνακτητικὸς λειποθυμιῶν
Dsc.2.135.
2
subst. bot. τὸ ἀ.
poleo
,
Mentha pulegium
L.
,
ἀνακτητικόν· γλήχων
Hsch.