ἀνακτίζω
1 reconstruir
πόλινStr.9.2.5,
τὴν πατρίδαD.Chr.2.79,
τὰς (πόλεις) δὲ κατεστραμμένας ἀνακτίζωνI.BI 1.165,
τὸ τεῦχος (por τεῖχος)SB 7439.7 (VI a.C.)
•en v. pas.
ἀνεκτισμ[ένην μοι οἰκίανPTeb.1096.7 (II a.C.),
ἀνεκτίσθη τὸ τεῖχοςIPh.216 (VI a.C.).
2 fig. recrear, rehacer en lit. crist. el cuerpo tras la resurrección
ἀνακτισθέντι ... τῷ σώματιAst.Am.Hom.1.5.5, el alma, Clem.Al.Strom.7.16.93,
ἀνακτίσασθε ἑαυτοὺς ἐν πίστειIgn.Tr.8.1.