< ἀνακαταλήκτως
ἀνακατάσειστος >
ἀνακάταξις
,
-εως, ἡ
acción de volverse a fracturar
de un hueso fracturado y mal unido
τὸν μὲν τῆς ἀνακατάξεως τρόπον οὐκ ἀποδεκτέον
Paul.Aeg.6.109.