< ἀναθάλλω
ἀναθάλπω >
ἀναθάλλωσις
,
-εως, ἡ
florecimiento
κατὰ τῆς ... τέκνων προκοπῆς τε καὶ ἀναθαλλώσεως
PMasp
.2.3.21 (VI a.C.).