ἀναθάλλω
• Morfología: [fut. pas. c. sent. intr. ἀναθαλήσεται AP 7.281 (Heraclid.Sinop.)]
1 tr. hacer florecer, producir en abundancia de árboles
ὡς ἐλαία ἀναθάλλουσα καρπούςcomo olivo cargado de frutos LXX Si.50.10, cf. Ael.VH 5.4
λεπτὴ δ' ἀνεθήλεεν αἴ[γλη] βοσκομένη τινὰ χῶρονPamprepius 3.72
•fig.
ἀναθάλλει εὐλογίαν αὐτοῦLXX Si.11.22, cf. Ep.Phil.4.10.
2 intr. volver a germinar
οὔτοι κοματὸς ἀναθαλήσεται στάχυςAP l.c., cf. Ael.NA 2.25
•fig. volver a regocijarse
ἀνέθαλε ἡ σάρξ μουLXX Ps.27.7,
ἡ ἀσύνετος καὶ ἐσκοτωμένη διάνοια ἡμῶν ἀναθάλλει εἰς τὸ φῶς1Ep.Clem.36.2,
ἀνεθάλη γὰρ ἡ ἀνθρώπου φύσιςCyr.Al.M.68.657B, Basil.M.31.433A.