ἀναθάλπω


1 calentar αὐτόν (un enfermo) I.AI 17.172, χεῖρας Anacreont.33.21.

2 reanimar ἀπεσβηκυῖαν τὴν ψυχὴν ἀνέθαλψε Philostr.VA 4.45, τὸ κατεψυγμένον τοῦτο τοῦ βίου μέρος Plu.2.600b.

3 intr. v. med. volver a la vida Procl.in Alc.32, Gr.Naz.M.37.137B.