< ἀναβοάω
ἀναβοθρεύω >
ἀναβόησις
,
-εως, ἡ
1
grito
D.H.9.10,
ἄσημος ἀ.
Paul.Aeg.3.13.1.
2
invocación
Sch.S.
OT
80, Aq.
Ps
.30.23.