< ἀναβόησις
ἀναβολάδην >
ἀναβοθρεύω
arrancar
,
destruir
,
AB
389, Hsch., en sent. relig.
τῆς σωτηρίας ἡμῶν τὴν ῥίζαν
Cyr.Al.
Chr.Un
.5
1
.722C.