< ἀναβράζω
ἀνάβραστος >
ἀναβρασμός
,
-οῦ, ὁ
1
sacudida
,
temblor
γῆς
de un terremoto
, Sud.s.u.
ἐκτιναγμός
.
2
fig.
refrito
Olymp.
in Mete
.230.11.