ἀναβράζω


1 hacer hervir Aët.1.221
fig. ὁ δαίμων ... τὰ μέλη Nil.M.79.281A
en v. med.-pas. fig. arder, hervir ἅλμη ἀναβρασθεῖσα A.R.2.566, ἀναβρασθεὶς ὑπὸ τῆς ὀργῆς Pall.V.Chrys.7 (M.47.24).

2 fig. de pers. arrojar ἐκ βάθους ... ἀνέβρασεν αὐτούς LXX Sap.10.19.