< ἀναβρασμός
ἀναβράττω >
ἀνάβραστος
,
-ον
cocido
,
hervido
κρέα
Ar.
Ra
.553, Aristomen.8,
κίχλαι
Pherecr.130.10,
ὕδωρ
Dsc.3.83.