< ἀλλοιοσχήμων
ἀλλοιοτροπέω >
ἀλλοιότης
,
-ητος, ἡ
variación
,
alteración
ἀλλοιότητας παμποικίλας
Pl.
Ti
.82b
•
c. gen.
ἀ. τῶν τόπων
Hp.
Flat
.2.