ἀλλοιοσχήμων, -ον
• Morfología: [gen. -ονος]
de forma variada
κόσμους ... σφαιροειδεῖς, καὶ ᾠειδεῖς ἄλλους καὶ ἀλλοιοσχήμονας ἑτέρουςEpicur.Ep.[2] 74, cf. S.E.M.7.206, 209.
κόσμους ... σφαιροειδεῖς, καὶ ᾠειδεῖς ἄλλους καὶ ἀλλοιοσχήμονας ἑτέρουςEpicur.Ep.[2] 74, cf. S.E.M.7.206, 209.