< ἀλλοιότης
ἀλλοιοτροπία >
ἀλλοιοτροπέω
cambiar de aspecto
τὸ σῶμα ἀλλοιοτροπέει καὶ γίνεται ὠχρόν
Hp.
Int
.37
•
en v. med. mismo sent., Gal.19.75.