< ἀλαζονεία
ἀλαζονεύομαι >
ἀλαζόνευμα
,
-ματος, τό
• Prosodia:
[ᾰ-]
fanfarronada
,
alarde
,
bravata
Ar.
Ach
.63, 87, Aeschin.1.178, 3.238, Aristid.
Or
.27.29, Basil.M.29.509A.