ἀλαζονεία, -ας, ἡ
• Alolema(s): -ία Orac.Sib.8.32; ἀλαζωνεία Hdn.Epim.183
• Prosodia: [ᾰ-]
1 vanidad, fanfarronería, presunción
ὑπ' ἀλαζονείαςAr.Ra.919,
ὕβρις καὶ ἀ.Pl.Phdr.253e,
ψεύδος καὶ ἀ.Pl.Grg.525a,
τὸ τῶν χρημάτων πλῆθος ἀλαζονείαν εἶναιX.HG 7.1.38, cf. Isoc.12.20, D.22.47, Aeschin.3.101, Pl.Def.416a, Arist.EN 1127a13, VV 1251b2, Men.Fr.743, Posidipp.28.5, Thphr.Char.23.1, Luc.Nec.12, Teles 4.35, Plu.2.43b, Procop.Pers.1.11.33, Ph.2.285
•op.
εἰρώνεια como προσποίησις ἐπὶ τὸ μεῖζονArist.EN 1108a21
•c. gen. subjet.
ΠέρσουX.Ages.9.1,
(Αἰτωλῶν) ἔμφυτος ἀ.Plb.4.3.1,
ἀ. τῶν ὑπερηφανούντων ἑαυτούςPlb.5.33.8,
ἀ. τοῦ ψηφίσματοςAeschin.3.237,
ἀ. τῆς ψυχῆςLXX 4Ma.1.26, Ph.2.404,
τοῦ βίου1Ep.Io.2.16,
ἐπί τινιLXX Sap.17.7,
περί τοὺς βίουςPlb.6.57.6
•fig.
ἀ. χορδῶνfanfarronería o descaro de las cuerdas (de un instrumento musical), Pl.R.531b.
2 plu. actos de fanfarronería en la comedia
νικῆσαί σ' ἀλαζονείαιςAr.Eq.903, cf. 290.