ἀλαζονεύομαι
• Alolema(s): act. ἀλαζονεύω Aesop.218.1
• Prosodia: [ᾰ-]
1 jactarse, alardear, fanfarronear abs., Ar.Ra.280, Au.825, Lys.Fr.47, D.36.41,
op. μετρίως διαλέγεσθαιIsoc.12.74, 13.1, de los sofistas, X.Mem.1.7.5, Arist.EN 1127b17, cf. LXX Pr.25.6, Fauorin.De Ex.10.22, Ph.1.551, Aesop.33, D.Chr.43.2, D.C.44.38.4
•c. constr. prep.
περὶ τῶν μετεώρωνEup.157, Isoc.13.10,
ὑπὲρ οὗ λέγουσι ταῦτα καὶ ἀλαζονεύονταιX.Cyr.2.2.11,
ἐπὶ δελφῖνος ἔργοις ἀ.Aristipp.117, raro en v. act.
ἐπὶ τούτῳ ἀλαζονεύουσαAesop.218.1,
οἱ ἐν λόγοις ἀλαζονευσάμενοιCritol.34
•c. part. pred.
ὁ κύων δὲ τὸν κώδωνα δι' ἀγορῆς σείων ἠλαζονεύετοBabr.104.5,
ἀ. ὡς δὴ καὶ αὐτὸς σεμνός τις ὤνCleom.2.1.476
•c. ac. de cosa presumir de
ταῦταAeschin.3.218,
χρήματαHdn.2.7.2, cf. 1Ep.Clem.2.1
•c. ac. de cosa y pred.
τὴν μείωσιν τῆς σαρκὸς μαρτύριον ἐκλογῆς ἀλαζονεύεσθαιEp.Diog.4.4
•c. ac. de pers. y pred.
πατέρα θεόνjactarse de tener a Dios por padre LXX Sap.2.16.
2 fingir Pl.Hp.Mi.371a
•c. ac.
τὰ ἤθηArist.Oec.1344a19.