< ἀλαζονεύομαι
ἀλαζονικός >
Ἀλαζονία
,
-ας, ἡ
• Alolema(s):
tb.
Ἀλαζόνιον
, -ου, τό
Alazonia
o
Alazonion
ciu. de la Tróade
, Str.12.3.23.