< ἀκατάκαυστος
ἀκατάκλαστος >
ἀκατάκαυτος
,
-ον
no quemado
o
sometido a combustión
δυναμικώτερα τὰ ἀκατάκαυτα τῶν κεκαυμένων ἡγητέον
Dsc.5.102.3.