ἀκατάκαυστος, -ον
que no se consume por el fuego
(ἐλλύχνια) ἔστιν καιόμενα λαμπρὰ καὶ ἀκατάκαυσταApollon.Mir.36
•neutro adv.
φλεγόμενος ἀκατάκαυσταEust.Op.261.29.
(ἐλλύχνια) ἔστιν καιόμενα λαμπρὰ καὶ ἀκατάκαυσταApollon.Mir.36
φλεγόμενος ἀκατάκαυσταEust.Op.261.29.