< ἀκατάκαυτος
ἀκατάκλειστος >
ἀκατάκλαστος
,
-ον
rígido
,
inflexible
,
no dominable
glos. a ἄκαμπτος
Hsch.,
glos. a ἀκήλητος
Sch.
Od
.10.329.