ἀκατακάλυπτος, -ον
I descubierto esp. de mujeres sin velo
ΔανάηPlb.15.27.2,
γυνή1Ep.Cor.11.5, 13
•del leproso
ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκατακάλυπτοςLXX Le.13.45.
II
ἀκαθαρσίαPh.1.72.
2 no disimulado, llano
φωνήEus.PE 13.1.
ΔανάηPlb.15.27.2,
γυνή1Ep.Cor.11.5, 13
ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἀκατακάλυπτοςLXX Le.13.45.
ἀκαθαρσίαPh.1.72.
φωνήEus.PE 13.1.