< ἄκαρπος
ἀκάρπωτος >
ἀκαρπόω
hacer estéril
(Τελχῖνες) Στυγὸς τῷ ὕδατι ῥαίνοντες γῆν ἠκάρπουν
Tz.
H
.7.122.