< ἀγριόκαρδον
ἀγριοκαρύα >
ἀγριόκαρδος
,
-ου, ὁ
bot.
acacia
,
Acacia nilotica
(L.) Delile
ἄκανθα αἰγυπτία ἀ.
Gloss.Bot.Gr
.381.7.