< ἀγριοκάρδαμον
ἀγριόκαρδος >
ἀγριόκαρδον
,
-ου, τό
bot.
acacia
,
Acacia nilotica
(L.) Delile
ἄκανθα Αἰγυπτία ἀ.
AB
1096.39, cf.
Gloss.Bot.Gr
.341.23.