< ἀγριόκαρδος
ἀγριοκάρυδον >
ἀγριοκαρύα
,
ἡ
bot., prob.
comino silvestre
,
Lagoecia cuminoides
L.
,
ἡ ἀνουχὰ ἀγριοκαρύα ἢ ἀγριοκύμινον
Gloss.Bot.Gr
.324.17.