< ἀγανακτητικός
ἀγανακτικός >
ἀγανακτητός
,
-ή, -όν
enfadoso
,
molesto
οὔκουν τοῦτο δὴ καὶ τὸ ἀγανακτητόν;
Pl.
Grg
.511b.