< ἀγανακτητέος
ἀγανακτητός >
ἀγανακτητικός
,
-ή, -όν
1
irritable
,
desabrido
ἦθος
Pl.
R
.604e, 605a.
2
adv. -ῶς
coléricamente
,
con ira
Didym.
in Zacch
.5.39.