ἀγανακτικός, -ή, -όν
• Morfología: [compar. ἀγανακτικώτερος Basil.Bapt.2.11.11]
I
•neutro adv.
ἀγανακτικώτερον εἰπόντοςBasil.l.c.
2 irritante Sch.Opp.H.1.529.
3 excitante Sch.Opp.H.1.473.
II adv. -ῶς irasciblemente
διατιθέμενοςM.Ant.11.13,
ὀργιζόμενοιEus.M.23.108B.