ἀγανακτικός, -ή, -όν
• Morfología: [compar. ἀγανακτικώτερος Basil.Bapt.2.11.11]


I 1irritable, irascible Luc.Pisc.14, Epiph.Const.Haer.70.5.4, l. antigua de Stob.4.45.10 a Pl.R.604e
neutro adv. ἀγανακτικώτερον εἰπόντος Basil.l.c.

2 irritante Sch.Opp.H.1.529.

3 excitante Sch.Opp.H.1.473.

II adv. -ῶς irasciblemente διατιθέμενος M.Ant.11.13, ὀργιζόμενοι Eus.M.23.108B.