< ἀγαλματοποιητικός
ἀγαλματοποιικός >
ἀγαλματοποιία
,
-ας, ἡ
escultura
Philostr.
VS
495,
VA
5.20,
Gym
.25, Porph.
Abst
.2.49, Poll.1.13, 7.108.