< εἰσχαράσσω
εἰσχέω >
εἰσχειρίζω
tr.
poner en las manos
, fig.
confiar
c. dat.
ἀρχὴ ... ἣν ἐμοὶ πόλις ... εἰσεχείρισεν
S.
OT
384.