< εἰσφύω
εἰσχειρίζω >
εἰσχαράσσω
grabar
,
burilar
εἰς αὐτὸν (τὸν λίθον κοράλιον) εἰσχαράσσουσι Γοργόνα
Orph.
L.Ker
.20.13.