εἰσπέτομαι
• Alolema(s): ἐσ- Paus.9.40.2, Philostr.Ep.72, D.C.40.22.4
• Morfología: [med. ind. aor. -έπτετο Ar.Au.278, part. -πτόμενοι D.C.45.17.6; otros aor. v. εἰσπετάννυμι]
entrar volando, llegarse volando de aves e insectos, c. adv. o giro prep. de direcc.
οἱ μὲν (σφῆκες) εἰς τὸν πρωκτὸν αὐτῶν εἰσπέτεσθ'Ar.V.431,
τῶν γὰρ θεῶν τις ἄρτι τῶν παρὰ τοῦ Διὸς διὰ τῶν πυλῶν εἰσέπτετ' εἰς τὸν ἀέραAr.Au.1173,
τοὺς τροχίλους φασὶν εἰσπετομένους εἰς τὰ στόματα τῶν κροκοδείλωνArist.Mir.831a11,
ὄρνιθας δὲ τῆς πέτρας κατὰ κορυφὴν εἰσπετομένουςPlu.2.941f, cf. Antig.Mir.100, Arr.Peripl.M.Eux.21.4, Paus.l.c., D.C.l.c., Epit.8.1.1,
ἱέραξ ... εἴσω εἰσπετόμενοςThphr.Sign.17
•c. ac. de direcc.
(τὸ ζῷον) σίνεται δὲ καὶ κόρας ὀφθαλμῶν εἰσπετόμενονref. el mosquito, Ph.2.97,
οἱ πελαργοὶ τὰς πεπορθημένας πόλεις οὐκ ἐσπέτονταιPhilostr.Ep.72
•sin indic. de direcc. Ar.Au.278, Arist.HA 612a21, Luc.VH 1.34, Ael.NA 4.2, Clem.Al.Protr.4.52
•de armas arrojadizas
ἔς τε γὰρ τοὺς ὀφθαλμούς σφων ἐσπετόμεναD.C.40.22.4.