εἰσπηδάω
• Alolema(s): ἐσ- Hdt.4.132, Com.Adesp.1095.15
1 irrumpir, precipitarse, entrar precipitadamente o de un salto en un lugar, frec. c. violencia o de improviso c. εἰς y ac.
εἰς τὴν οἰκίανD.21.78, cf. PHal.1.169 (III a.C.), LXX Am.5.19, Luc.Merc.Cond.7,
ἐς τὰς αὐ]λὰςCom.Adesp.l.c.,
μετ' ἐγχειριδίων εἰς τὰ συνέδρια τῶν ἀρχόντωνHell.Oxy.31.358,
εἰς τὴν πόλινI.AI 5.46,
εἰσεπήδησεν εἰς τὸν ἑαυτῆς κοιτῶναA.Andr.Gr.20.11,
κύων ... εἰς μαγειρεῖονAesop.134.3,
εἰσπηδᾶν διὰ τοῦ στόματος εἰς μέσον τὸ σῶμαmeterse de un salto el icneumón por la boca del cocodrilo hasta la mitad del cuerpo D.S.1.87,
εἰς τὴν συναγωγὴν τῶν λύκων τὸ πρόβατονGr.Nyss.Steph.2.99.5, en pap. en denuncias por asalto o robo
εἰσπηδήσαντές τινες εἰς τὴν οἰκίαν μου ἐξέδυσαν Θανοῦν ... ἱμάτιονSB 9068.10 (III a.C.),
εἰσεπήδησεν εἰς τὴν οἰκίαν μου καὶ ἐτόλμησεν ἀποσπάσαι δούλην μουPOxy.1120.14 (III d.C.), cf. UPZ 12.35 (II a.C.), POxy.37.1.16 (I d.C.)
•c. compl. sobrentendido por cont.
εἰσπεπήδηκενse ha metido de un salto (en casa), Men.Sam.564, cf. Dysc.602, Act.Ap.16.29, Gal.14.643,
εἰσ]πηδήσαντες νύκτωρ ἐπ' ἀδικίᾳ [καὶ] ἀσεβείᾳ τοῦ ἱεροῦIG 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), cf. I.BI 5.432, PTeb.304.10 (II d.C.)
•meterse de un salto, zambullirse
ἢν μὴ ... βάτραχοι γενόμενοι ἐς τὰς λίμνας ἐσπηδήσητεHdt.4.132,
εἰσπηδήσαντες εἰς τὸν πηλόν ... ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξαςX.An.1.5.8, en un río, Vett.Val.332.6
•presentarse como poeta cómico, Ar.Eq.545.
2 abalanzarse, lanzarse sobre una pers.
πρός με νύκτωρTest. en D.21.22,
εἰς τοὺς ἀμφὶ τὸν ΤζάζωναProcop.Vand.2.3.12
•abs. del parásito, que salta sobre sus víctimas como un saltamontes, Antiph.193.6,
ὡς εἶδε τὴν Λευκίππην μόνην, εἰσπηδήσας ... συναρπάζειAch.Tat.6.4.2.