< εἰκοσιπενταπλάσιος
εἰκοσιπενταρουρικός >
εἰκοσιπεντάπους
,
-ουν
• Morfología:
[gen. -ποδος]
de veinticinco pies
(γραμμή) οὐκ ἔστι διπλάσιον τῆς εἰκοσιπεντάποδος
Sch.Euc.10.327.