< εἰκοσιπεντάπους
εἰκοσιπεντάρουρος >
εἰκοσιπενταρουρικός
,
-ή, -όν
de veinticinco aruras
κλῆρος
SB
12569.6 (I a.C.) en
BL
8.384 (en abrev.).