< εἰκοσῐπενταέτης
εἰκοσιπεντάπους >
εἰκοσιπενταπλάσιος
,
-ον
mat.
veinticinco veces mayor
Euc.13.11, Sch.Euc.13.38, mat. en
PMich
.144.2.15.