< εἰδωλολατρικῶς
εἰδωλολατρισμός >
εἰδωλολάτρις
,
-ιδος
idólatra
εἰ. ἡ γυνή
Chrys.M.61.155, cf. 62.358,
πόλις ... πικρὰ καὶ εἰ.
Cyr.Al.M.71.661A.