< εἰδωλολάτρης
εἰδωλολάτρις >
εἰδωλολατρικῶς
adv.
en actitud idólatra
ᾧ (ὁ βωμός) ἔτι παρειστήκει Εὐκτήμων εἰ.
A.Mart
.10.16.