< εἰδωλολάτρις
εἰδωλόλατρος >
εἰδωλολατρισμός
,
-οῦ, ὁ
idolatría
εἰ., μαντεία, καὶ τὰ τούτοις ὅμοια
Apoc.Bar
.13.4.