δύσλοφος, -ον
I
ζεύγληThgn.848,
ζυγόνThgn.1024,
χείρde Heracles, B.13.46
•en sent. moral doloroso, humillante
δυσλοφώτεροι πόνοιA.Pr.931,
ὄν[ειδος ἄλλο δύσ]λοφον φρενίS.Fr.314.10 (l.p.).
2 de anim. que es de cuello difícil, difícil de uncir
ἡμίονοιAel.NA 16.9.
II adv. -ως con humillación, penosamente
τοὐλεύθερον ... δ. φέρει κακάE.Tr.303.