δυσλόγιστος, -ον
1 insensato
χείρS.Ai.40.
2 difícil de razonar, para lo que no hay explicación lógica, de donde tb. incomprensible
τὸ γὰρ δ. τοῦ βίου ... τύχην προσαγορεύειν εἰώθαμενAnaximen.31,
διὰ τίνα μέντοι τὴν αἰτίαν τοῦτο γίνεται, δ. εἶναί φησινChrysipp.Stoic.3.118, cf. Plu.2.981e,
βιβλία ἹπποκράτουςGal.18(2).631,
op. ἁπλοῦςD.C.73.15.1.