δίοιδα
• Morfología: [ép. pres. inf. διίδμεναι A.R.4.1360; fut. ind. διείσομαι Orib.8.36.4, Hsch.δ 1548]
1 distinguir, discernir
τὰ ἕκαστα διίδμεναι εὐχετόωντοse jactaban de saber con detalle cada cosa A.R.l.c.,
ἀνδρῶν ... τὸν κακόνE.Med.518, cf. Ar.Ra.975,
τὸ κῶλον ἐμπεπλῆσθαι διείσεται ἡ χείρla mano notará que el colon está lleno Orib.l.c.
•conocer a fondo, con detalle, investigar
ὅστις δίοιδε τοὔντερον τῆς ἐμπίδοςAr.Nu.168,
τὴν ὁμοιότητα ὄντων καὶ ἀνομοιότητα ἀκριβῶς διειδέναιPl.Phdr.262a,
πρὸς τὸ διειδέναι τὰ Κρητῶν νόμιμαPl.Lg.626b.
2 decidir
τοὺς δὲ τῆσδε γῆς ἄνακτας ἀρκεῖ ταῦτά μοι διειδέναιme basta que los soberanos de esta tierra decidan esto S.OC 295.